- ἀναπνέοντας
- ἀναπνέωtake breathpres part act masc acc pl (epic doric ionic aeolic)ἀναπνέωtake breathpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
νέπα — Ετερόπτερα έντομα της οικογένειας των Νεπιδών. Ένα είδος διαδεδομένο στην Ευρώπη είναι η ν. η τεφρόχρους (nepa cinerea) που έχει μήκος περίπου 18 χιλιοστά, με σώμα ωοειδές, πολύ πεπλατυσμένο· ζει στα λιμνάζοντα νερά, αναπνέοντας με ένα λεπτό… … Dictionary of Greek
φρίττω — και φρίσσω ΝΜΑ, και φρίζω Α [φρίξ, φρικός] 1. (για υδάτινη επιφάνεια) κυματίζω ελαφρά 2. (κατ επέκτ.) κινούμαι ελαφρά, κυματίζω («πεύκη φρίσσουσα ζεφύροις», Ανθ. Παλ.) 3. ριγώ, ανατριχιάζω, τρεμουλιάζω από ψύχος, πυρετό, φόβο ή έντονη συγκίνηση… … Dictionary of Greek
αίσχνη — (aeschna). Γένος εντόμων. Πρόκειται για οδοντόγναθα που ανήκουν στις αισχνίδες. Έχει μήκος 75 χιλιοστά και διαβιώνει κοντά σε έλη ή λίμνες στις ορεινές και δασώδεις περιοχές της βόρειας Ευρώπης και της Αμερικής. Έχει ζωηρά χρώματα, μεγάλα φτερά… … Dictionary of Greek
πρωτόπτεροι — Δίπνευστα ψάρια της οικογένειας των λεπιδοσειρηνιδών. Τα λίγα είδη π. ζουν στην τροπική Αφρική· ένα από τα γνωστότερα είναι ο π. ο αιθιοπικός, αρκετά κοινός στις περιοχές που περιλαμβάνονται μεταξύ του νότιου Σουδάν και της Nοτιοαφρικανικής… … Dictionary of Greek